Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεάτινος
στεάτιον
στεατοκήλη
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
View word page
στεάζω
στεάζω
,
A).
fatten
, Al.
Ps.
19(20).4
.
ShortDef
fatten
Debugging
Headword:
στεάζω
Headword (normalized):
στεάζω
Headword (normalized/stripped):
στεαζω
IDX:
96354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96355
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fatten</span>, Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 19(20).4 </span>.</div> </div><br><br>'}