Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεάτινος
στεάτιον
στεατοκήλη
στεατόομαι
View word page
σταχυοτόμος
στᾰχῠο-τόμος, , = Lat.
A). tribulum, Charis. p. 554 K.


ShortDef

tribulum

Debugging

Headword:
σταχυοτόμος
Headword (normalized):
σταχυοτόμος
Headword (normalized/stripped):
σταχυοτομος
IDX:
96349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96350
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠο-τόμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tribulum</span>, Charis. p. 554 K.</div> </div><br><br>'}