Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεάτινος
στεάτιον
View word page
σταχυοστέφανος
στᾰχῠο-στέφᾰνος
,
ον
,
A).
crowned with ears of corn
,
Δηώ
AP
6.104
(
Phil.
).
ShortDef
crowned with ears of grain
Debugging
Headword:
σταχυοστέφανος
Headword (normalized):
σταχυοστέφανος
Headword (normalized/stripped):
σταχυοστεφανος
IDX:
96347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96348
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠο-στέφᾰνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crowned with ears of corn</span>, <span class="quote greek">Δηώ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.104 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}