Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
View word page
σταχυόομαι
στᾰχῠό-ομαι
, Pass.,
A).
grow in a spike
or
as an car
,
σπέρμα ἐσταχυωμένον
Dsc.
4.1
.
ShortDef
grow in a spike
Debugging
Headword:
σταχυόομαι
Headword (normalized):
σταχυόομαι
Headword (normalized/stripped):
σταχυοομαι
IDX:
96345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96346
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠό-ομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grow in a spike</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">as an car</span>, <span class="quote greek">σπέρμα ἐσταχυωμένον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.1 </span> .</div> </div><br><br>'}