Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
View word page
σταχυολόγον
στᾰχῠο-λόγον, τό, prob.l. for σταφυλο-, Suid.
A). s.v. ποίην .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταχυολόγον
Headword (normalized):
σταχυολόγον
Headword (normalized/stripped):
σταχυολογον
IDX:
96344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠο-λόγον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, prob.l. for <span class="foreign greek">σταφυλο-</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">ποίην</span> .</div> </div><br><br>'}