Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
View word page
σταχυολογέω
στᾰχῠο-λογέω,
A). glean ears of corn, Sch. Theoc. 3.32 .


ShortDef

glean ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυολογέω
Headword (normalized):
σταχυολογέω
Headword (normalized/stripped):
σταχυολογεω
IDX:
96343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96344
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠο-λογέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">glean ears of corn</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:3:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:3.32/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 3.32 </a>.</div> </div><br><br>'}