Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
View word page
σταχύοθριξ
στᾰχῠ/ο-θριξ
,
τρῐχος
,
ὁ
,
ἡ
, = foreg.,
A).
νάρδος
AP
4.1.43
(
Mel.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σταχύοθριξ
Headword (normalized):
σταχύοθριξ
Headword (normalized/stripped):
σταχυοθριξ
IDX:
96342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96343
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠ/ο-θριξ</span>, <span class="itype greek">τρῐχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">νάρδος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 4.1.43 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mel.</span></span>).</div> </div><br><br>'}