Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
View word page
σταχυοειδής
στᾰχῠο-ειδής, ές,
A). spiked like an ear of wheat, Dsc. 4.15 .


ShortDef

spiked like an ear of wheat

Debugging

Headword:
σταχυοειδής
Headword (normalized):
σταχυοειδής
Headword (normalized/stripped):
σταχυοειδης
IDX:
96341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spiked like an ear of wheat</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.15 </span>.</div> </div><br><br>'}