Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
View word page
σταχυηφορέω
στᾰχῠη-φορέω,
A). bear ears of corn ( v.l. σταχυοφ- ), Ph. 2.400 , al.


ShortDef

bear ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυηφορέω
Headword (normalized):
σταχυηφορέω
Headword (normalized/stripped):
σταχυηφορεω
IDX:
96336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠη-φορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bear ears of corn</span> ( v.l. <span class="ref greek">σταχυοφ-</span> ), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:400" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.400/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.400 </a>, al.</div> </div><br><br>'}