Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
σταχυόομαι
View word page
σταχυητρόφος
στᾰχῠη-τρόφος, ον,
A). nourishing ears of corn, αὖλαξ ib. 7.209 (Antip.).


ShortDef

nourishing ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυητρόφος
Headword (normalized):
σταχυητρόφος
Headword (normalized/stripped):
σταχυητροφος
IDX:
96335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96336
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠη-τρόφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nourishing ears of corn</span>, <span class="foreign greek">αὖλαξ</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0118.tlg001:7:209" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0118.tlg001:7.209/canonical-url/"> 7.209 </a> (Antip.).</div> </div><br><br>'}