Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυῖτις
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχύοθριξ
σταχυολογέω
σταχυολόγον
View word page
σταχυητόμος
στᾰχῠη-τόμος
,
ον
,
A).
cutting ears of corn, reaping
,
ὅπλον
AP
6.95
(
Antiphil.
).
ShortDef
cutting ears of grain
Debugging
Headword:
σταχυητόμος
Headword (normalized):
σταχυητόμος
Headword (normalized/stripped):
σταχυητομος
IDX:
96334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96335
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰχῠη-τόμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cutting ears of corn, reaping</span>, <span class="quote greek">ὅπλον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.95 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antiphil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}