Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφύλιον
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοδρόμας
σταφυλοκάτοχον
σταφυλοκαύστης
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλολόγον
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
View word page
σταφυλοκλοπίδης
στᾰφῠλο-κλοπίδης, ου, Dor. στᾰφῠ/λο-δας, ,
A). grape-stealer, AP 9.348 (Leon. Alex.).


ShortDef

a grape-stealer

Debugging

Headword:
σταφυλοκλοπίδης
Headword (normalized):
σταφυλοκλοπίδης
Headword (normalized/stripped):
σταφυλοκλοπιδης
IDX:
96321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96322
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰφῠλο-κλοπίδης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, Dor. <span class="orth greek">στᾰφῠ/λο-δας</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grape-stealer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.348 </span> (Leon.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span></span>).</div> </div><br><br>'}