Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταφυλίζειν
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφύλιον
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοδρόμας
σταφυλοκάτοχον
σταφυλοκαύστης
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλολόγον
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
View word page
σταφυλοκαύστης
στᾰφῠλο-καύστης, ου, ,= σταφυλιο- (q.v.), Paul.Aeg. 6.79 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταφυλοκαύστης
Headword (normalized):
σταφυλοκαύστης
Headword (normalized/stripped):
σταφυλοκαυστης
IDX:
96320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96321
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰφῠλο-καύστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">σταφυλιο-</span> (q.v.), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6:79" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6.79/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 6.79 </a>.</div><br><br>'}