Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταφυλάγρα
σταφυλεπάρτης
σταφυλή
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλίζειν
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφύλιον
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοδρόμας
σταφυλοκάτοχον
σταφυλοκαύστης
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλολόγον
View word page
σταφυλιοκαύστης
στᾰφῠλιοκαύστης, ου, ,
A). instrument for cauterizing the uvula, Paul.Aeg. 6.31 ( v.l. σταφυλο- ).


ShortDef

instrument for cauterizing the uvula

Debugging

Headword:
σταφυλιοκαύστης
Headword (normalized):
σταφυλιοκαύστης
Headword (normalized/stripped):
σταφυλιοκαυστης
IDX:
96312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96313
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰφῠλιοκαύστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">instrument for cauterizing the uvula</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 6.31 </a> ( v.l. <span class="ref greek">σταφυλο-</span> ).</div> </div><br><br>'}