Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταφίς
στάφος
σταφυλάγρα
σταφυλεπάρτης
σταφυλή
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλίζειν
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφύλιον
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοδρόμας
σταφυλοκάτοχον
σταφυλοκαύστης
View word page
σταφυλίζειν
στᾰφῠλίζειν·
τὸ συνι<ς>άζειν τὰς ὤας τοῦ ἱματίου
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σταφυλίζειν
Headword (normalized):
σταφυλίζειν
Headword (normalized/stripped):
σταφυλιζειν
IDX:
96310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96311
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰφῠλίζειν·</span> <span class="foreign greek">τὸ συνι<ς>άζειν τὰς ὤας τοῦ ἱματίου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}