Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταφιδόω
σταφίς
στάφος
σταφυλάγρα
σταφυλεπάρτης
σταφυλή
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλίζειν
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφύλιον
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοδρόμας
σταφυλοκάτοχον
View word page
σταφυληφόρος
στᾰφῠλη-φόρος
,
ὁ
,
A).
grape-gatherer,
PLond.
1821.220
.
ShortDef
grape-gatherer
Debugging
Headword:
σταφυληφόρος
Headword (normalized):
σταφυληφόρος
Headword (normalized/stripped):
σταφυληφορος
IDX:
96309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96310
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰφῠλη-φόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grape-gatherer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 1821.220 </span>.</div> </div><br><br>'}