Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφίς
στάφος
σταφυλάγρα
σταφυλεπάρτης
σταφυλή
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλίζειν
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφύλιον
σταφυλίς
σταφυλίτης
View word page
σταφυληγέω
στᾰφῠλ-ηγέω
,
A).
transport grapes,
PTeb.
585
(ii A.D.).
ShortDef
transport grapes
Debugging
Headword:
σταφυληγέω
Headword (normalized):
σταφυληγέω
Headword (normalized/stripped):
σταφυληγεω
IDX:
96305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96306
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰφῠλ-ηγέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transport grapes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 585 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}