Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφίς
στάφος
σταφυλάγρα
σταφυλεπάρτης
σταφυλή
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλίζειν
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφύλιον
View word page
σταφυλεπάρτης
στᾰφῠλ-επάρτης, ου, ,(ἐπαίρω) = foreg., Id. 3.26 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταφυλεπάρτης
Headword (normalized):
σταφυλεπάρτης
Headword (normalized/stripped):
σταφυλεπαρτης
IDX:
96303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96304
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰφῠλ-επάρτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">ἐπαίρω</span>) = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3.26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 3.26 </a>.</div><br><br>'}