Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφίς
στάφος
σταφυλάγρα
σταφυλεπάρτης
σταφυλή
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλίζειν
σταφυλῖνος
View word page
στάφος
στάφος· σκάφος, λεκάνη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάφος
Headword (normalized):
στάφος
Headword (normalized/stripped):
σταφος
IDX:
96301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάφος·</span> <span class="foreign greek">σκάφος, λεκάνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}