Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφίς
στάφος
σταφυλάγρα
σταφυλεπάρτης
σταφυλή
σταφυληγέω
View word page
σταυρώσιμος
σταυρ-ώσιμος, ον,
A). deserving crucifixion, Hsch. s.v. σκολοπώνυμον .


ShortDef

deserving crucifixion

Debugging

Headword:
σταυρώσιμος
Headword (normalized):
σταυρώσιμος
Headword (normalized/stripped):
σταυρωσιμος
IDX:
96295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταυρ-ώσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deserving crucifixion</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">σκολοπώνυμον</span> .</div> </div><br><br>'}