Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφίς
στάφος
σταφυλάγρα
View word page
σταυροφόρος
σταυρο-φόρος, ον,
A). bearing a cross, MAMA 3.632 (Corycus).


ShortDef

bearing the cross

Debugging

Headword:
σταυροφόρος
Headword (normalized):
σταυροφόρος
Headword (normalized/stripped):
σταυροφορος
IDX:
96292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταυρο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing a cross,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">MAMA</span> 3.632 </span> (Corycus).</div> </div><br><br>'}