Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στατιών
στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφίς
στάφος
View word page
σταυρότυπος
σταυρό-τῠπος, ον,
A). marked with the cross, in Adv. -πως, Hsch.


ShortDef

marked with the cross

Debugging

Headword:
σταυρότυπος
Headword (normalized):
σταυρότυπος
Headword (normalized/stripped):
σταυροτυπος
IDX:
96291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταυρό-τῠπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">marked with the cross</span>, in Adv. <span class="foreign greek">-πως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}