Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στατικός
στατίνη
στατιών
στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
View word page
σταυροκόμιστος
σταυρο-κόμιστος, =
A). furcifer, Gloss.


ShortDef

furcifer

Debugging

Headword:
σταυροκόμιστος
Headword (normalized):
σταυροκόμιστος
Headword (normalized/stripped):
σταυροκομιστος
IDX:
96289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταυρο-κόμιστος</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furcifer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}