Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
στατίνη
στατιών
στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
View word page
σταυρίον
σταυρ-ίον
,
τό
, Dim. of
σταυρός
,
Theognost.
Can.
122
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σταυρίον
Headword (normalized):
σταυρίον
Headword (normalized/stripped):
σταυριον
IDX:
96287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96288
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταυρ-ίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">σταυρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 122 </span>.</div><br><br>'}