Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στατηριαῖος
στατηρίσκος
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
στατίνη
στατιών
στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
View word page
σταυνίξ
σταυνίξ· ἱέραξ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταυνίξ
Headword (normalized):
σταυνίξ
Headword (normalized/stripped):
σταυνιξ
IDX:
96285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταυνίξ·</span> <span class="foreign greek">ἱέραξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}