Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάτευσις
στατήρ
στατηριαῖος
στατηρίσκος
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
στατίνη
στατιών
στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
View word page
στάτρια
στάτρια· ἐμπλέκτρια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάτρια
Headword (normalized):
στάτρια
Headword (normalized/stripped):
στατρια
IDX:
96283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96284
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάτρια·</span> <span class="foreign greek">ἐμπλέκτρια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}