Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στατά
στατάριον
στατέον
στάτευσις
στατήρ
στατηριαῖος
στατηρίσκος
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
στατίνη
στατιών
στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
View word page
στατίνη
στατίνη· ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ<α>λή, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στατίνη
Headword (normalized):
στατίνη
Headword (normalized/stripped):
στατινη
IDX:
96280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96281
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στατίνη·</span> <span class="foreign greek">ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ&lt;α&gt;λή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}