Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στασιώτης
στασιωτικός
στάσκε
στατά
στατάριον
στατέον
στάτευσις
στατήρ
στατηριαῖος
στατηρίσκος
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
στατίνη
στατιών
στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
σταυρίον
View word page
στατιαῖον
στατιαῖον· τὸ πενταμνοῦν, Hsch. στατίδας· ναύτας εἰς πόλεμον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στατιαῖον
Headword (normalized):
στατιαῖον
Headword (normalized/stripped):
στατιαιον
IDX:
96277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96278
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στατιαῖον·</span> <span class="foreign greek">τὸ πενταμνοῦν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στατίδας·</span> <span class="foreign greek">ναύτας εἰς πόλεμον</span>, Id.</div><br><br>'}