Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στάσκε
στατά
στατάριον
στατέον
στάτευσις
στατήρ
στατηριαῖος
στατηρίσκος
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
στατίνη
στατιών
στατός
στάτρια
στάτωρ
σταυνίξ
σταυρικός
View word page
στατηρίσκος
στᾰτηρ-ίσκος, , or στᾰτηρ-ισμός, , name of a tax. BGU 1843.10 (i B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στατηρίσκος
Headword (normalized):
στατηρίσκος
Headword (normalized/stripped):
στατηρισκος
IDX:
96276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96277
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰτηρ-ίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, or <span class="orth greek">στᾰτηρ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, name of a tax. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1843.10 </span> (i B.C.).</div><br><br>'}