Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στάσκε
στατά
στατάριον
στατέον
στάτευσις
στατήρ
στατηριαῖος
στατηρίσκος
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
στατίνη
στατιών
στατός
στάτρια
View word page
στάτευσις
στάτευσις,
A). v. στάθευσις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάτευσις
Headword (normalized):
στάτευσις
Headword (normalized/stripped):
στατευσις
IDX:
96273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96274
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάτευσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στάθευσις</span> .</div> </div><br><br>'}