Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στάσκε
στατά
στατάριον
στατέον
στάτευσις
στατήρ
στατηριαῖος
στατηρίσκος
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
στατίνη
View word page
στατά
στατά·
μακρά
(fort.
μάκρα
, cf.
στάγην
and v. sq.),
Hsch.
στατή·
πάρνη
(leg.
πόρνη
, cf.
στρατή
)
, κάρδοπος
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στατά
Headword (normalized):
στατά
Headword (normalized/stripped):
στατα
IDX:
96270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96271
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στατά·</span> <span class="foreign greek">μακρά</span> (fort. <span class="foreign greek">μάκρα</span>, cf. <span class="foreign greek">στάγην</span> and v. sq.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στατή·</span> <span class="foreign greek">πάρνη</span> (leg. <span class="foreign greek">πόρνη</span>, cf. <span class="foreign greek">στρατή</span>)<span class="foreign greek">, κάρδοπος</span>, Id.</div><br><br>'}