Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στάσκε
στατά
στατάριον
στατέον
στάτευσις
στατήρ
στατηριαῖος
στατηρίσκος
στατιαῖον
στατίζω
στατικός
View word page
στάσκε
στάσκε, Ion. 3 sg. aor. 2 of ἵστημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάσκε
Headword (normalized):
στάσκε
Headword (normalized/stripped):
στασκε
IDX:
96269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάσκε</span>, Ion. 3 sg. aor. 2 of <span class="foreign greek">ἵστημι</span>.</div><br><br>'}