Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στασάνη
στασιάζω
στασιάρχης
στασιαρχία
στασίαρχος
στασίασις
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
View word page
στασιμοποιός
στᾰσῐμοποιός, όν,
A). creating stability, Dam. Pr. 298 .


ShortDef

creating stability

Debugging

Headword:
στασιμοποιός
Headword (normalized):
στασιμοποιός
Headword (normalized/stripped):
στασιμοποιος
IDX:
96257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96258
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰσῐμοποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">creating stability</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:298" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:298/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dam.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 298 </a>.</div> </div><br><br>'}