Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταρτός
στασάνη
στασιάζω
στασιάρχης
στασιαρχία
στασίαρχος
στασίασις
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
View word page
στασίζω
στᾰσίζω,= στασιάζω,
A). foment civil strife, SIG 527.62 (Crete, iii B.C.).


ShortDef

foment civil strife

Debugging

Headword:
στασίζω
Headword (normalized):
στασίζω
Headword (normalized/stripped):
στασιζω
IDX:
96256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰσίζω</span>,= <span class="foreign greek">στασιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">foment civil strife</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 527.62 </span> (Crete, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}