Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάξ
στάξις
σταρεῖ
σταρταγέτας
σταρτός
στασάνη
στασιάζω
στασιάρχης
στασιαρχία
στασίαρχος
στασίασις
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
View word page
στασίασις
στᾰσί-ᾰσις, εως, ,= sq., IG 5(2).20.15 (Tegea).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στασίασις
Headword (normalized):
στασίασις
Headword (normalized/stripped):
στασιασις
IDX:
96252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰσί-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(2).20.15 </span> (Tegea).</div><br><br>'}