Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στάν
στανύω
στάξ
στάξις
σταρεῖ
σταρταγέτας
σταρτός
στασάνη
στασιάζω
στασιάρχης
στασιαρχία
στασίαρχος
στασίασις
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
View word page
στασιαρχία
στᾰσι-αρχία
,
ἡ
,
A).
leadership in sedition
,
BCH
50.18
(Delph., iv B.C.).
ShortDef
leadership in sedition
Debugging
Headword:
στασιαρχία
Headword (normalized):
στασιαρχία
Headword (normalized/stripped):
στασιαρχια
IDX:
96250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96251
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰσι-αρχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leadership in sedition</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 50.18 </span> (Delph., iv B.C.).</div> </div><br><br>'}