Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάλιξ
σταλίς
σταλῖτις
στάλλα
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
στάλυξ
σταμαγορίς
στᾶμεν
σταμίν
σταμνάριον
σταμνίας
σταμνίον
σταμνίσκος
στάμνος
σταμνοῦρος
στάν
στανύω
στάξ
View word page
στᾶμεν
στᾶμεν, Dor. for στῆναι,
A). v. ἵστημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στᾶμεν
Headword (normalized):
στᾶμεν
Headword (normalized/stripped):
σταμεν
IDX:
96232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾶμεν</span>, Dor. for <span class="foreign greek">στῆναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἵστημι</span> .</div> </div><br><br>'}