Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταλάω
σταλεηδόνες
στάλιξ
σταλίς
σταλῖτις
στάλλα
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
στάλυξ
σταμαγορίς
στᾶμεν
σταμίν
σταμνάριον
σταμνίας
σταμνίον
σταμνίσκος
στάμνος
σταμνοῦρος
στάν
View word page
στάλυξ
στάλυξ, ,= σταλαγμός, prob. l. for στάληξ, Zonar.:—hence νεοστάλυξ, and perh. (through σταλύζω, which is not found) ἀσταλύζω, ἀνασταλύζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάλυξ
Headword (normalized):
στάλυξ
Headword (normalized/stripped):
σταλυξ
IDX:
96230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάλυξ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">σταλαγμός</span>, prob. l. for <span class="foreign greek">στάληξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span></span>:—hence <span class="foreign greek">νεοστάλυξ</span>, and perh. (through <span class="foreign greek">σταλύζω</span>, which is not found) <span class="foreign greek">ἀσταλύζω, ἀνασταλύζω</span>.</div><br><br>'}