Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταλαγμός
σταλάζω
σταλακτικός
σταλακτός
σταλάσσω
σταλάω
σταλεηδόνες
στάλιξ
σταλίς
σταλῖτις
στάλλα
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
στάλυξ
σταμαγορίς
στᾶμεν
σταμίν
σταμνάριον
σταμνίας
View word page
στάλλα
στάλλα
, Aeol. and Thess. for
στήλη
,
IG
12(2).67.13
(Mytil., ii A.D.),
9(2).517.21
(Larissa, iii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στάλλα
Headword (normalized):
στάλλα
Headword (normalized/stripped):
σταλλα
IDX:
96225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96226
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάλλα</span>, Aeol. and Thess. for <span class="foreign greek">στήλη</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(2).67.13 </span> (Mytil., ii A.D.), <span class="bibl"> 9(2).517.21 </span> (Larissa, iii B.C.).</div><br><br>'}