Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλάζω
σταλακτικός
σταλακτός
σταλάσσω
σταλάω
σταλεηδόνες
στάλιξ
σταλίς
σταλῖτις
στάλλα
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
στάλυξ
σταμαγορίς
View word page
σταλεηδόνες
σταλεηδόνες· σταλαγμοί, Hsch. στάλη· ταμεῖον κτηνῶν, Id. σταλίζομαι· ἐπὶ τῆς στήλης τρόπον ἕστηκας (sic), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταλεηδόνες
Headword (normalized):
σταλεηδόνες
Headword (normalized/stripped):
σταλεηδονες
IDX:
96221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταλεηδόνες·</span> <span class="foreign greek">σταλαγμοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στάλη·</span> <span class="foreign greek">ταμεῖον κτηνῶν</span>, Id. <span class="orth greek">σταλίζομαι·</span> <span class="foreign greek">ἐπὶ τῆς στήλης τρόπον ἕστηκας</span> (sic), Id.</div><br><br>'}