Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλάζω
σταλακτικός
σταλακτός
σταλάσσω
σταλάω
σταλεηδόνες
στάλιξ
σταλίς
σταλῖτις
στάλλα
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
View word page
σταλακτός
στᾰλ-ακτός, , όν,= foreg., ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταλακτός
Headword (normalized):
σταλακτός
Headword (normalized/stripped):
σταλακτος
IDX:
96218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96219
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰλ-ακτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>,= foreg., ibid.</div><br><br>'}