Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλάζω
σταλακτικός
σταλακτός
σταλάσσω
σταλάω
σταλεηδόνες
στάλιξ
σταλίς
σταλῖτις
στάλλα
σταλουργός
View word page
σταλάζω
στᾰλ-άζω
,=
σταλάσσω
,
Aq.
Mi.
2.6
,
Plu.
2.317d
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σταλάζω
Headword (normalized):
σταλάζω
Headword (normalized/stripped):
σταλαζω
IDX:
96216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96217
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰλ-άζω</span>,= <span class="foreign greek">σταλάσσω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mi.</span> 2.6 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.317d </span>.</div><br><br>'}