Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλάζω
σταλακτικός
σταλακτός
σταλάσσω
σταλάω
σταλεηδόνες
στάλιξ
σταλίς
σταλῖτις
View word page
σταλάγμιον
σταλάγ-μιον, τό, Dim. of στάλαγμα: in pl.,
A). ear-drops, ear-rings, Plaut. Men. 542 .


ShortDef

ear-drops, ear-rings

Debugging

Headword:
σταλάγμιον
Headword (normalized):
σταλάγμιον
Headword (normalized/stripped):
σταλαγμιον
IDX:
96214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταλάγ-μιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">στάλαγμα</span>: in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ear-drops, ear-rings</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plaut.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Men.</span> 542 </span>.</div> </div><br><br>'}