Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλάζω
σταλακτικός
σταλακτός
σταλάσσω
σταλάω
View word page
σταλαγεῖ
σταλαγεῖ·
μαρμαρύσσει
,
Hsch.
(fort.
σελαγεῖ
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σταλαγεῖ
Headword (normalized):
σταλαγεῖ
Headword (normalized/stripped):
σταλαγει
IDX:
96210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96211
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταλαγεῖ·</span> <span class="foreign greek">μαρμαρύσσει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">σελαγεῖ</span>).</div><br><br>'}