Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλάζω
σταλακτικός
σταλακτός
σταλάσσω
View word page
στάλα
στάλα, Dor. for στήλη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάλα
Headword (normalized):
στάλα
Headword (normalized/stripped):
σταλα
IDX:
96209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάλα</span>, Dor. for <span class="foreign greek">στήλη</span>.</div><br><br>'}