Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλάζω
View word page
στακτικός
στακ-τικός, , όν,
A). for filtering, ἀγγεῖα Hsch.


ShortDef

for filtering

Debugging

Headword:
στακτικός
Headword (normalized):
στακτικός
Headword (normalized/stripped):
στακτικος
IDX:
96206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στακ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for filtering</span>, <span class="quote greek">ἀγγεῖα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}