Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταινίον
σταιρόν
σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
View word page
στακτερία
στακ-τερία, ,
A). vessel containing aromatic oil, Stud.Pal. 20.233 (vi/ vii A.D.).


ShortDef

vessel containing aromatic oil

Debugging

Headword:
στακτερία
Headword (normalized):
στακτερία
Headword (normalized/stripped):
στακτερια
IDX:
96204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στακ-τερία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vessel containing aromatic oil,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stud.Pal.</span> 20.233 </span> (vi/ vii A.D.).</div> </div><br><br>'}