Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
σταιρόν
σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
View word page
σταιτουργός
σταιτ-ουργός
,
ὁ
,
A).
one who makes dough of spelt,
Ostr.Bodl.
iii 334
(misspelt
στετ-
).
ShortDef
one who makes dough of spelt
Debugging
Headword:
σταιτουργός
Headword (normalized):
σταιτουργός
Headword (normalized/stripped):
σταιτουργος
IDX:
96202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96203
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταιτ-ουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who makes dough of spelt,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ostr.Bodl.</span> iii 334 </span> (misspelt <span class="foreign greek">στετ-</span>).</div> </div><br><br>'}