Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
σταιρόν
σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλα
σταλαγεῖ
View word page
σταιτίον
σταιτ-ίον, τό,
A). piece of dough, PMag.Par. 1.2945 .


ShortDef

piece of dough

Debugging

Headword:
σταιτίον
Headword (normalized):
σταιτίον
Headword (normalized/stripped):
σταιτιον
IDX:
96200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96201
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταιτ-ίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">piece of dough,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.2945 </span>.</div> </div><br><br>'}