Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
σταιρόν
σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
View word page
σταιτινοκογχομαγής
σταιτῐνοκογχομᾰγής, ές,
A). moulded into a boss of dough, prob. cj. in Philox. 3.14 .


ShortDef

moulded into a boss of dough

Debugging

Headword:
σταιτινοκογχομαγής
Headword (normalized):
σταιτινοκογχομαγής
Headword (normalized/stripped):
σταιτινοκογχομαγης
IDX:
96198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταιτῐνοκογχομᾰγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">moulded into a boss of dough</span>, prob. cj. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:3:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:3.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philox.</span> 3.14 </a>.</div> </div><br><br>'}